άψογος

άψογος
η , ο [ος , ον ] безупречный, безукоризненный; совершенный;

άψογος στάσις — правильная позиция


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άψογος" в других словарях:

  • ἄψογος — blameless masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άψογος — και άψεγος η, ο (AM ἄψογος, ον) ο χωρίς ψόγο, ο άμεμπτος νεοελλ. 1. αλάθητος 2. καθαρός, διάφανος …   Dictionary of Greek

  • άψογος — η, ο επίρρ. α άμεμπτος, ανεπίληπτος, αψεγάδιαστος: Η στάση του στην υπόθεσή μας ήταν άψογη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀψόγως — ἄψογος blameless adverbial ἄψογος blameless masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄψογον — ἄψογος blameless masc/fem acc sg ἄψογος blameless neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψόγου — ἄψογος blameless masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀψόγους — ἄψογος blameless masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄψογα — ἄψογος blameless neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄψογοι — ἄψογος blameless masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανάψογος — πανάψογος, ον (Μ) καθ όλα άψογος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἄψογος] …   Dictionary of Greek

  • Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»